ἀγχ'

ἀγχ'
ἀγκά̱ , ἀγκή
fem nom/voc/acc dual
ἀγκά̱ , ἀγκή
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἀγκαί , ἀγκή
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγχ- — Γλωσσ. ποιητικό συντετμημένο αντί τού ἀναχ σε σύνθετα με την πρόθεση ανά με λέξεις που αρχίζουν από χ, όπως ἀγχάζω αντί τού ἀναχάζω κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ἄγχ' — ἄγχι , ἄγχι near indeclform (adverb) ἄγχι , ἄγχι near indeclform (prep) ἄγχε , ἄγχω squeeze pres imperat act 2nd sg ἄγχε , ἄγχω squeeze imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀγκά̱ , ἀγκή fem nom/voc/acc dual ἀγκά̱ , ἀγκή fem nom/voc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ASCRA — vicus Boeotiae, in aspero, et sterili loco, in dextra parte Heliconis, Hesiodi patria, teste ipsô in his, Ε῎ργ. v. 537. Νάςςατο δ᾿ ἀγχ᾿ Ε῾λικῶνος ὀϊζυρῇ ἐνὶ κώμῃ Α῎ςκρῃ, χεῖμα κακῇ, ςθέρει αργαλέῃ οὐδὲ ποτ᾿ ἐςθλῇ. Stephano πόλις vocatur. Bocharto …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σφενδόνη — η, ΝΜΑ και σφεντόνα Ν, και δωρ. τ. σφενδόνα Α 1. εκηβόλο όπλο που εκτοξεύει λίθινα ή μεταλλικά βλήματα σφαιροειδούς μορφής και αποτελείται από κεντρικό εύκαμπτο τεμάχιο, προσαρμοσμένο σε δύο ιμάντες 2. η οπή ή το κοίλωμα τού δαχτυλιδιού όπου… …   Dictionary of Greek

  • τάρπη — ἡ, ΜΑ μεγάλο πλεχτό κοφίνι από κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης προέλευσης, με ευρεία ωστόσο διάδοση, από όπου και οι ποικίλες μορφές που παρουσιάζει: ταρπός και τερπός (ὁ), ταρπόνη, ταρπάνη και τερπόνη (πρβλ. αγχ όνη) και επίσης σάρπους… …   Dictionary of Greek

  • τήλιστος — ίστη, ον, Α πάρα πολύ μακρινός, απώτατος. επίρρ... τήλιστα Α πολύ μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τήλιστα < τῆλε, κατά το ἄγχ ιστα, ενώ, το επίθ. τήλιστος σχηματίστηκε από το επίρρ.] …   Dictionary of Greek

  • τηλού — και τῆλυ και αιολ. τ. πήλοι και πήλυι Α επίρρ. 1. μακριά, σε μακρινό τόπο, στα ξένα («τηλοῡ ἐπ Ἀλφειῷ», Ομ. Ιλ.) 2. χρον. από πολύ παλιά («οὐ γάρ σε... ἀρχεύοντα νέον γεινώσκομεν ἀλλ ἔτι τηλοῡ», Επίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ οῦ (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • τηλόθι — Α επίρρ. μακριά, σε μακρινό σημείο ή χώρα («ἐν Ἄργεϊ τηλόθι πάτρης», Ομ,Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. ό θι (βλ. λ. θι), πρβλ. ἀγχ όθι] …   Dictionary of Greek

  • τηλόσε — Α επίρρ. μακριά, σε μακρινή απόσταση («τῶν δὲ τε τηλόσε δοῡπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. ό σε (πρβλ. ἀγχ ό σε)] …   Dictionary of Greek

  • υψόθι — Μ επίρρ. (ποιητ. τ.) (με γεν.) επάνω αρχ. ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. ό θι (βλ. λ. θι), πρβλ. ἀγχ ό θι, τηλ ό θι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”